- βαυκάλημα
- βαυκᾰλ-ημα, ατος, τό,A lullaby, Socr.Ep.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαυκάλημα — το (AM βαυκάλημα) [βαυκαλώ] τραγούδι για να κοιμηθούν τα μωρά, νανούρισμα νεοελλ. 1. παραπλανητική, απατηλή υπόσχεση 2. αβάσιμη ελπίδα … Dictionary of Greek
βαυκαλήμασιν — βαυκάλημα lullaby neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)